Παππού αγαπημένε, πόσος καιρός πέρασε από τη νύχτα εκείνη που κοιμήθηκα στο Τολέδο κι οσμίστηκες πως έφτασε ένας Κρητικός στη γειτονιά σου και σηκώθηκες από το μνήμα σου, γίνηκες όνειρο κι ήρθες και με βρήκες; Μια αστραπή; Τρεις αιώνες; Ποιος μπορεί στον αέρα της αγάπης να ξεχωρίσει την αστραπή από την αιωνιότητα; Πέρασε από τότε μια ζωή όλη μου τη ζωή ήμουν ένα δοξάρι σε ανήλεα, αχόρταγα χέρια πόσες φορές τ' αόρατα χέρια τέντωσαν, παρατέντωσαν το δοξάρι και το άκουγα να τρίζει να σπάσει! Ας σπάσει! φώναζα με είχες, μαθές, προστάξει, παππού, να διαλέξω, διάλεξα.
Νίκησα; Νικήθηκα; Τούτο μονάχα ξέρω: είμαι γεμάτος πληγές και στέκουμαι όρθιος.
Γεμάτος πληγές, όλες στο στήθος έκαμα ό,τι μπόρεσα, παππού, περισσότερο, καθώς μου παράγγειλες, απ' ό,τι μπόρεσα, να μη σε ντροπιάσω κι έρχουμαι τώρα πια που τέλεψε η μάχη να ξαπλώσω δίπλα σου, να γίνω χώμα δίπλα σου, να περιμένουμε μαζί κι οι δυο τη Δευτέρα Παρουσία. Φιλώ το χέρι σου, φιλώ τον ώμο το δεξό σου, φιλώ τον ώμο το ζερβό σου, Παππού, καλώς σε βρήκα!