Ιούλιος 1965. Ο Αντρέας, δεκαοχτώ χρόνια πολιτικός πρόσφυγας, επιστρέφει επιτέλους στην πατρίδα: "Όλα μου φαίνονται σαν παραμύθι... Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου". Η "Αθηναϊκή Άνοιξη". Οι Τέχνες, τα Γράμματα έχουν ανθίσει ύστερα από τα μετεμφυλιακά χρόνια. Μια νεολαία με μεγάλα όνειρα πρωτοστατεί στους αγώνες για την παιδεία, τη δημοκρατία. Ανάμεσά τους η όμορφη, φλογερή αγωνίστρια Ματθίλδη, με την κριτική ματιά της νέας γενιάς. Στον ίδιο τόπο, η ερωτική Φλώρα μοιράζεται τον έκλυτο βίο ενός άλλου κόσμου, μιας παρέας Αμερικανών και άλλων ξένων όπως αυτή.
Τα τρία αυτά πρόσωπα υφαίνουν τον ερωτικό μύθο. Γύρω τους όμως εξυφαίνεται το δίχτυ της εθνικής προδοσίας: ξένοι πράκτορες, μυστικές υπηρεσίες, πολιτικοί μηχανορραφούν. Η Ιστορία εισβάλλει στις σχέσεις των ανθρώπων, τα ράζει τις συνειδήσεις. Τα γεγονότα καλπάζουν. Αποστασία. Πλήθη οργισμένα πλημμυρίζουν κάθε μέρα τους δρόμους. Σωτήρης Πέτρουλας, ο πρώτος νεκρός: "αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά". Ένας λαός με το ηρωικό και πένθιμο τραγούδι του ορκίζεται στο όνομα της ελευθερίας, έτοιμος να σηκώσει πάλι τις σισύφειες πέτρες.
"Πάνω από τη χαμένη Άνοιξη μετεωριζόταν τώρα ο γύπας του πραξικοπήματος, έτοιμος να ριχτεί και να σπαράξει τον τόπο."
Με τον υπέρτιτλο "Δίσεχτα χρόνια" ο Τσίρκας υποσχόταν μια νέα τριλογία στο πρότυπο των "Ακυβέρνητων πολιτειών", που θα κάλυπτε ιστορικά και την περίοδο της δικτατορίας. "Η χαμένη άνοιξη", όμως, που θα ήταν ο πρώτος τόμος, έμελλε να είναι και το κύκνειο άσμα του συγγραφέα. Σε όλες τις ανατυπώσεις μετά το θάνατό του διατηρήθηκε αυτός ο υπέρτιτλος όχι μόνο για να μην αλλοιωθεί αυθαίρετα η ταυτότητα του έργου, αλλά και γιατί αυτή η διάταξη του εξωφύλλου σηματοδοτεί την ιδεατή προέκταση των γνωστών γεγονότων. Δηλαδή, το φιλόδοξο σχέδιο του συγγραφέα, ύστερα από την περιπέτεια της Μέσης Ανατολής, να ιστορήσει πάλι με τα μέσα της τέχνης τη ζοφερή ελλαδική εμπειρία που βίωσε επίσης οδυνηρά.