Το πρακτορείο Ερµού Travel διαφηµίζει ταξιδιωτικούς προορισµούς που προσφέρουν µοναδικές εµπειρίες, όπως το ταξίδι στην Καππαδοκία και στην Πέτρα της Ιορδανίας. Η Αµάντα, διευθύντρια του πρακτορείου, είναι µια γυναίκα επαγγελµατίας και αφοσιωµένη στην ανατροφή του µικρού της αγοριού. Από τη ζωή της όµως λείπει η αγάπη και για να ξεφύγει από την καθηµερινότητα ταξιδεύει στη Σινασό της Καππαδοκίας, από όπου κατάγεται. Κατά τη διάρκεια όµως µιας ξενάγησης στην υπόγεια πόλη Μαλακοπή, η Αµάντα πέφτει θύµα απαγωγής. Κλειδί στην ιστορία είναι η επίσκεψή της στο προγονικό σπίτι. Εκεί, µέσα από παλιές φωτογραφίες, ζωντανεύουν τα πρόσωπα της οικογένειάς της και ξεπηδούν οι χαρές, οι λύπες και οι αγάπες τους. Εκείνοι, µετά τον ξεριζωµό του 1924, ήρθαν στην Ελλάδα κάνοντας µια καινούρια αρχή. Τώρα, θα ξεπεράσει η Αµάντα όσα την απειλούν; Και ποια κατάληξη θα έχει η περιπέτειά της;
Η Σοφία και ο Ανδρέας ταξιδεύουν µε το ίδιο πρακτορείο στην Πέτρα της Ιορδανίας. Η αρχική τους αντιπάθεια εξελίσσεται σε φλογερή αγάπη. Με τη µαγεία της Ανατολής να τους περιβάλλει, θα γνωρίσουν την Ντι Ματέο, µια πλούσια Ιταλίδα συλλέκτρια βυζαντινών κοσµηµάτων. Αυτή ήταν απόγονος κάποιας Βυζαντινής αρχόντισσας, που ξέφυγε από την Κωνσταντινούπολη κατά την Άλωση και µε ένα γενοβέζικο καράβι έφτασε στην Ιταλία, όπου βρήκε άσυλο στη Φλωρεντία των Μεδίκων.
Τώρα η Ντι Ματέο βρίσκεται δολοφονηµένη στο ξενοδοχείο και η Σοφία θα θεωρηθεί άδικα ύποπτη και θα συλληφθεί. Άραγε, θα αποκαλυφθούν οι πραγµατικοί δράστες για να λάµψει η αλήθεια;
Το ζώο σήκωσε τη µουσούδα του προς το φεγγάρι και άφησε το γνωστό ουρλιαχτό του λύκου. Η Αµάντα πάγωσε από τον τρόµο της, καθώς τον είδε να τρέχει προς αυτήν... Τότε ακούστηκε η πιστολιά...
– Πού να σε πάρουµε, Αγγέλκω; Στην Κωνσταντινούπολη ή στην Οδησσό; Είσαι σε ώρα γάµου. Εκεί είναι λιµάνια, δεν είναι η Σινασός. Έχει ταβέρνες, ξένους, καφέ σαντάν, δεν κάνει για σένα.
– Μα αυτά ακριβώς θέλω να δω, κλαψουρίζει εκείνη.
– Ποια; Τα καφέ σαντάν; Ντροπή σου!
Στην κατασκήνωση της ερήµου τριγύριζαν βεδουίνοι και καµηλιέρηδες.Έτσι το ζευγάρι κοιτούσε τα αστέρια να λάµπουν στη βελούδινη νύχτα, µέσα από τη σκηνή, σφιγµένοι ο ένας µε τον άλλον. Η κοπέλα είδε µπροστά της ένα γενοβέζικο πλοίο, ανέβηκε και δεν είχε προλάβει καλά καλά να κρυφτεί,
όταν η τριήρης έφυγε από τον Κεράτιο κόλπο. Τότε είδε πέρα στο βάθος τα µεγάλα αρχοντικά που καίγονταν. Οι κραυγές έφταναν µέχρι το λιµάνι...