Και να, μάνα και κόρη, η μια πλάι στην άλλη, χωρίς να κοιτάζονται. Ένα τύμπανο αντηχεί μ' ένα υπόκωφο θόρυβο και ξεκινούν, πετούν κατά μήκος του δρόμου, μέχρι τη βρύση, σαν δυο άσπρα μεγάλα πουλιά. Η μάνα μ' ένα κόκκινο σάλι στο κεφάλι και η κόρη μ' ένα γαλάζιο. Από τα πρώτα λεπτά φαίνεται καθαρά, ότι η Νουντσία συναγωνιζόταν την κόρη της μ' ευκινησία και δύναμη. Έτρεχε με τέτοια σβελτάδα και χάρη, που 'λεγες ότι την κουβαλούσε η γη, όπως μια μάνα το παιδί της.
Από τα παράθυρα και τα πεζοδρόμια της πετούσαν λουλούδια, την χειροκροτούσαν, της φώναζαν λόγια ενθαρρυντικά. Στο τέλος των δύο γύρων είχε πάνω από τέσσερα λεπτά υπεροχή από την κόρη της. Η Νίνα τσακισμένη, ταπεινωμένη απ' την αποτυχία της λαχανιασμένη και με δάκρυα στα μάτια έπεσε πάνω στις σκάλες της εκκλησίας, ανίκανη να τρέξει τον τρίτο γύρο. Ζωηρή σαν μια γάτα, η Νουντσία έσκυψε πάνω της γελώντας:
- Παιδί μου, λέει, και το στοργικό της χέρι γλιστρούσε πάνω στ' ατημέλητα μαλλιά της νέας κοπέλας.
- Παιδί μου, να ξέρεις ότι η καρδιά η πιο φλογερή στους πόθους, στη δουλειά και την αγάπη, είναι η καρδιά της γυναίκας, δοκιμασμένη απ' τη ζωή. Και τη ζωή δεν τη γνωρίζει κανείς πλατιά, όταν δεν έχει τριανταρίσει... μην στενοχωριέσαι μικρό μου... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)