Η θειά η Χαδούλα -στην Φόνισσα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη- σκυμμένη επάνω στην κούνια ενός μωρού, συλλογίζεται. Στην κούνια κείτεται άρρωστο το κορίτσι, που λίγες μέρες προτύτερα έφερε στον κόσμο η κόρη της η Δελχαρώ.
Είναι νύχτα ακόμα το πρώτο λάλημα του πετεινού, την ώρα που "οι αναμνήσεις", όπως λέει ο συγγραφεύς, "έρχονται σαν φαντάσματα". Και η θειά Χαδούλα συλλογιέται την προτερινή της ζωή. Ζωή γυναίκας και ζωή σκλάβας.
Από μωρό παιδί υπηρετούσε τους γονείς της. Όταν παντρεύτηκε, έγινε σκλάβα του ανδρός της. Όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της. Όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε δουλεύτρα των εγγόνων της.
Μα δυο τρεις νύχτες, απάνω απ' την κούνια του μωρού άρρωστου κοριτσιού, περνάει μπροστά της όλη η θλιβερή λιτανεία των γυναικών της γενεάς της. Όλες πλάσματα δυστυχισμένα κι αδύνατα, σφραγισμένα με μια τραγική σφραγίδα απ' τη ζωή. [...] (Από την έκδοση)