Εκεί στην άκρη του βράχου...στην κόψη του γκρεμού... οι πέτρες γυαλίζουνε τις νύχτες σαν κοφτερά μαχαίρια.
Οι πιο πολλοί έφτασαν ως εδώ δίχως καλά καλά να το καταλάβουν. Τους ξέβρασε ένα άγριο κύμα της μοίρας τους.
Είναι και κάποιοι, λιγοστοί είν’ αυτοί, που ξεκίνησαν μόνοι τους, παρασυρμένοι από μια χίμαιρα.
Έτσι... για να συναντήσουν την ψυχή τους, πέρα από τα όριά της.
Έτσι... για να προκαλέσουν το πεπρωμένο τους.
Έτσι... για να θαυμάσουν το τοπίο.
Όμως, πάντα, απ’ όλους αυτούς που περιφέρονται στην άκρη του γκρεμού, μερικοί τα καταφέρνουν να γλιτώσουν. Είν’ αυτοί που σκάλισαν με τα νύχια τους στις σχισμές του βράχου και βρήκαν το λουλούδι που είχε κρυμμένο η ζωή.
Κι ύστερα, γυμνοί, ξυπόλυτοι, ματωμένοι, ανακάλυψαν ένα μονοπάτι κι έτρεξαν να της το προσφέρουν.