Κύθηρα, χωριό Μυλοπόταμος, 1928
Η Εριφύλη Ανδριανού γεννά το δεύτερο παιδί της, που σαν αντικρίζει το φως της μέρας, τα πάντα αλλάζουν, αφού το κακό έχει πια εισβάλει στο σπιτικό της. Οι χωριανοί μιλούν για κατάρες και για μάγια. Για εκείνες τις μαύρες Ερινύες που, αν τις ακολουθήσεις πιστά, σου τρυπούν το μυαλό και σε παρατούν αβοήθητο, στην άκρη του δύσβατου μονοπατιού, να ξεψυχάς μόνος. Το βαθύ σκοτάδι την έχει περικυκλώσει και αφήνει πίσω της μια και καλή όσους την αγαπούν. Τον άντρα της Φώτη και την κόρη της Αριστούλα, που ζει μονάχα για ένα της χάδι. Πλέον για παρέα της έχει το μίσος και το αρρωστημένο της μυαλό.
Ηράκλειο Κρήτης, γυναικείες φυλακές Αλικαρνασσού, 2006
Οι ώρες μετρούν αντίστροφα για την Αριστούλα Ανδριανού, που στα γεράματά της καταλήγει στη φυλακή. Για συντροφιά της έχει μόνο μια δεσμοφύλακα, στην οποία διηγείται όλα τα δεινά που της έφερε η μοίρα. Καθώς της εξιστορεί τα γεγονότα που τη στιγμάτισαν, ο πόνος και ο φόβος περικυκλώνουν το ζαρωμένο της κορμί. Το κελί της κάθε στιγμή γεμίζει από τους αναστεναγμούς της, αφού θυμάται όσους βεβήλωσαν την αγνότητά της, όσους της στέρησαν τον έρωτα. Είναι χρέος της όμως να ελευθερώσει την αλήθεια, για να βρει η ψυχή της επιτέλους τη συγχώρεση και τη λύτρωση, για να αφήσει πίσω της για πάντα τις πύλες της κολάσεως.
Η ζωή της Αριστούλας Ανδριανού είναι γραμμένη σε τούτες τις σελίδες. Μονάχα όποιος τολμήσει να περάσει τούτο το κατώφλι της βίας, της απαξίωσης και της απόλυτης σιωπής, θα νιώσει πως όταν Εκείνη κλαίει, τα δάκρυα μεταμορφώνονται σε λουλούδια που ανθίζουν μόνο για έναν λόγο… την αληθινή αγάπη.