Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893) διηγείται την ιστορία της γρια-Σκεύως, πού μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα, επιχόλερα καράβια), προκειμένου να σώσει το γιο της. Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβε τότε η ελληνική κυβέρνηση. Το διήγημα ωστόσο δεν αναδίδει οσμή θανάτου, όπως εύστοχα είχε επισημάνει και η Ακρόπολις (13.8.1893) που το φιλοξένησε, στο σχετικό σημείωμα της: Πρόκειται περί χολερικών αναμνήσεων. Άλλα μακράν πας φόβος. Εις τον Βαρδιάνον δεν εκτυλίσσονται στυγναί και άπαίσιαι εικόνες τόπων έρημουμένων οπό της χολέρας. Δεν προβάλλει εις την ιστορίαν αυτήν η απελπισία και το πένθος της χολέρας [...]. Ο Βαρδιάνος δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων είναι διήγημα έχον μεν βάσιν χολερικάς αναμνήσεις, άλλ' έξεικονιζομένας υπό του τερπνού και εύθυμου καλάμου του συγγραφέως. Η φιλοσοφία του κ. Παπαδιαμάντη είναι εύθυμος, και αν που εις τον Βαρδιάνον εκτίθεται καμμία εικών λυπηρά, έπεται όμως αμέσως άλλη ευχάριστος, απολαυστική, γελαστή. Εν τω όλω του το νέον διήγημα θα κατάκτηση, είμεθα βέβαιοι, τους αναγνώστας του, και καθ' ας ημέρας δεν λείπει ό λόγος περί χολέρας, ό Βαρδιάνος θα άποτελέση εϋθυμον άντίρροπον κατά του φόβου και της λύπης ην γεννά ή άνάγνωσις των περί των προόδων της φοβέρας νόσου ειδήσεων.
Στην παρούσα έκδοση, ο Βαρδιάνος πλαισιώνεται από άλλα πέντε διηγήματα της ιδίας περιόδου (1892-1894): Οι Χαλασοχώρηδες, η πασίγνωστη σάτιρα των νεοελληνικών εκλογικών ηθών, Ο τυφλοσύρτης και Η δασκαλομάννα, σάτιρα και τα δύο των σχολικών ηθών της εποχής, Ναυαγίων ναυάγια, με θέμα την αρπακτικότητα και το λαθρεμπόριο και, τέλος, Η νοσταλγός, αριστουργηματική ελεγεία για τον έρωτα που χάσαμε και τη ζωή που δεν ζήσαμε. (