... Κάτω απ το κεφάλι του, όπως ήταν ξαπλωμένος με το πλευρό, ήταν το πανταλόνι και το σακάκι του, που τα χε τυλίξει γύρω απ τα παπούτσια του για να τα βάλει σαν προσκέφαλο, και στο πλευρό του ήταν το κρύο μέταλλο του μεγάλου αυτόματου πιστολιού, που το χε βγάλει απ τη θήκη του όταν γδύθηκε και το χε στερεώσει μ ένα πέτσινο λουράκι στον δεξιό καρπό του. Έσπρωξε πιο κει το πιστόλι του και βολεύτηκε ακόμα πιο βαθιά στον υπνόσακο, ενώ κοίταζε, πέρα απ το χιόνι, τη σκοτεινή, κοφτή σχισμάδα μέσα στα βράχια, που ήταν η μπασιά της σπηλιάς. Ο ουρανός ήταν καθαρός, και το φέγγος της αντανάκλασης του χιονιού του φτανε για να βλέπει τους κορμούς των δέντρων και τον όγκο των βράχων που τριγύριζαν τη σπηλιά...