Τρεις χιλιάδες εκατόν πενήντα χρόνια από τις απαρχές του κόσμου, όταν η ισχυρή πόλη της Τροίας ήταν ήδη από αιώνες ένας σωρός συντρίμμια, σε μια μακρινή χώρα της Βόρειας Θάλασσας ζούσε ένας βασιλιάς. Το όνομα του ήταν Ληρ. Κάποτε ήταν ευτυχισμένος. Είχε καταφέρει μάλιστα να κατακτήσει όλα τα γειτονικά του εδάφη, που όλα μαζί σχημάτιζαν τη Βρετανία, ένα νησί γεμάτο καταπράσινα λιβάδια, άφθονο νερό, πρόβατα και ομίχλη. Ο Ληρ ήταν ισχυρός, θαρραλέος και γεμάτος πάθος. Ήξερε καλά πώς να μάχεται, να αγαπάει, να ιππεύει, να αφανίζει τους εχθρούς σε πολέμους και δίκες, να τιμωρεί όποιον επαναστατούσε, να επιβραβεύει όποιον τον σεβόταν. Είχε στην κατοχή του χρυσάφια, ασήμια, μπρούντζο, παλάτια, κάστρα, σκυλιά και υπηρέτες. Και ήταν τόσο πολλά που δεν μπορούσε καλά καλά να τα μετρήσει. Ο λόγος του ήταν νόμος. Μέχρι που γέρασε. Γιατί και οι βασιλιάδες είναι άνθρωποι κι αυτοί. Όταν γέρασε έγινε δυστυχής. Τον είχαν κουράσει τα πάντα. Είχε κουραστεί να πολεμάει, να διατάζει, να σκοτώνει, να τιμωρεί. Τον είχε κουράσει ακόμα και ο ίδιος του ο εαυτός. Μα ήταν βασιλιάς κι αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει.