Μέσα στο απογευματινό τραίνο, που τον πήγαινε από Πατήσια προς Ομόνοια, ο λεπτός, ώριμος άνδρας με το γκρίζο πανοφώρι και σηκωμένο το γιακά, είχε την αίσθηση πως όπου νά 'ναι ο φετεινός χειμώνας θα έδειχνε τα δόντια του, και με μια ξαφνική λαβή θα τον κρατούσε καθηλωμένο.
Το τραίνο γεμάτο· άνθρωποι κάθε τάξης και επαγγέλματος, άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί. Βρήκε θέση στριμωχτά, ανάμεσα σε μια γυναίκα με αντρικό ταγιέρ, που είχε την όψη μοδίστρας, κι έναν ηλικιωμένο με πεσμένα γυαλιά, χωμένον σε μια εφημερίδα. Πάνω του ακριβώς, κρέμονταν μια αρμαθιά νεαροί, γελώντας, τιτιβίζοντας, σπρώχνοντας με τους αγκώνες. Κάπου-κάπου, μεσ' από τ' αχνισμένα τζάμια, περνούσε η πρόσοψη μιας πολυκατοικίας, ένα παράθυρο φωτισμένο με κουρτίνες, που πίσω του παιζόταν κάποιο δράμα αστικό. [...]