Κανέναν δεν ξεχνώ. Ούτε τους ζωντανούς, ούτε τους πεθαμένους. Τον παππού σου, τον Παντελή, τη γιαγιά Ιόλη… Όλοι τους κάτι μου έδωκαν, κάτι μου πήραν. Μα μη γελιέσαι κόρη μου… Αν γραφότανε ποτές ένα βιβλίο για τη δική μου ζωή, έναν τίτλο θα είχε, έναν και μόνο. Μια λέξη μοναχά… Ιόλη
Όλη της η ζωή πέρασε μπροστά από τα μάτια της τη νύχτα εκείνη… Σε κάθε στιγμή, σε κάθε περίσταση, σημαντική κι ασήμαντη, η γιαγιά της βρισκόταν δίπλα της. Και τότε η Ιόλη συνειδητοποίησε ότι σε όποια εικόνα κι αν έβλεπε τον εαυτό της, σε κάθε ηλικιακή της περίοδο, είχε γύρω της δυο τεράστιες φτερούγες που την έκαναν να νιώθει σιγουριά και ζεστασιά. Ναι, ήταν φτερούγες, δεν έκανε λάθος. Λευκές, απαλές φτερούγες, σαν αυτές που έχουν οι άγγελοι…
Πώς το ’κανε αυτό το θαύμα η γυναίκα αυτή; Ένα κορίτσι που δεν είπε καμία φορά τη λέξη «μαμά» να μη νιώσει ποτέ την έλλειψή της; Πόσο μοναδικός, πόσο ιδιαίτερος άνθρωπος ήταν η κυρα-Αγγέλω; Όσες ζωές κι αν περνούσε μαζί της η Ιόλη, ποτέ δε θα της έφταναν. Κι όσα ευχαριστώ κι αν της έλεγε, ποτέ δε θα ήταν αρκετά…