Μέσα σε όλα όσα κληρονόμησε η Άννα από την αγαπημένη της γιαγιά Αννιώ ήταν κι ένα παλιό ράφι γεμάτο τεντζερέδες, να της θυμίζει συχνά τα λόγια της: "Κοίταξε μη μείνεις στο ράφι σαν τη θεία σου τη Χρυσούλα..." Η Άννα δεν το 'χε σκοπό. Άλλωστε, πάντα ονειρευόταν να φορέσει νυφικό. Όμως, στα τριάντα τρία της, παρέμενε ανύπαντρη. Νόστιμη ήταν, μορφωμένη ήταν, είχε καλή δουλειά και δικό της σπίτι. Τι έφταιγε λοιπόν; Τη μέρα που λαμβάνει προσκλητήριο γάμου από τη Μαριάνθη, τη μοναδική συμμαθήτριά της πέρα από την ίδια που δεν είχε ακόμη παντρευτεί, φτάνει στα όριά της. Πώς θα δικαιολογούσε σε όλους, για άλλη μια φορά, την απουσία ενός άντρα από το πλευρό της; Όταν διαρκώς μπροστά από τις μεγαλύτερες επιθυμίες μας γιγαντώνονται τα πιο αξεπέραστα εμπόδια, δύο πράγματα συμβαίνουν: ή εγκαταλείπεις ή πεισμώνεις. Κι η Άννα πείσμωσε. Σε αυτό το γάμο έπρεπε να εμφανιστεί με ένα σύζυγο ή, έστω, έναν αρραβωνιαστικό. Της έμεναν μόνο δύο εβδομάδες για να τον βρει...