Πέρασε ανόητα τα πρώτα νιάτα του, ανάμεσα σε γεωμετρικές εξισώσεις και σε πατρικές συμβουλές. Όταν το έσκαζε απ' το Πολυτεχνείο -κι αυτό γινότανε κάθε φορά που είχε φροντιστήριο χημείας- πήγαινε σ' ένα καφενεδάκι, μαζί με τους άλλους, κι έπαιζε μπιλλιάρδο, ξοδεύοντας εκεί το λίγο του χαρτζηλίκι. Ύστερα βλαστημούσε σαν ναύτης, κάπνιζε δεύτερα τσιγάρα και εξουδετέρωνε τη μυρωδιά τους με μέντες. Ο πατέρας του είχε τρία κουτσούβελα, μέτρια περιουσία κι αυστηρές αρχές. Τον σπούδαζε με παραινέσεις να γίνει κάτι για να βοηθήσει το σπίτι του, απαράλλαχτα όπως στοιχηματίζει κανείς στις κούρσες με την ελπίδα να πιάσει τα λεφτά του πολλαπλασιασμένα.
Τον τέταρτο χρόνο την άνοιξη ερωτεύτηκε μια νοσοκόμα που του απασχολούσε όλα του τα εικοσιτετράωρα με πολυλογίες και αισθήματα. Έτσι δεν του έμενε καθόλου καιρός να "γίνει κάτι". Η νοσοκόμα τον χαρτζηλίκωνε, έμαθε καλό μπιλλιάρδο και απορρίφτηκε.