Ηταν η μικρή αράχνη που στήριζε μια μεταξωτή κλωστή σ' ένα φύλλο του γιασεμιού κι ύστερα κρεμότανε πάνω της και νανούριζε τους πόθους της.
'Ηταν η ανόητη σαύρα που κρύφτηκε στη ρίζα του αλεξανδρινού, γιατί φοβήθηκε τη σκιά της ερημιάς.
'Ηταν η φτερούγα από το όνειρο του Σέβη που καρφώθηκε σαν το σουγιά σε μια γινωμένη ρόγα σταφυλιού.
'Ηταν ο αναστεναγμός από τον ξεσταχιασμένο έρωτα του Σούλια που έκανε τις πέτρινες βρύσες να ιδρώνουν.
'Ηταν οι κόμποι από το φαρμάκι στην ψυχή της Σιδερίας που έσταζαν πάνω στα κυκλάμινα και τα ξέραιναν.
'Ηταν η αναπνοή του Λέου που τρεμόπαιζε στα φτερά της άσπρης πεταλούδας και δεν την άφηνε να αποκοιμηθεί.
'Ηταν η αγάπη της Δαμάσκας που άνοιγε τα μπουμπούκια της μπιγκόνιας.
Ηταν όλ' αυτά ανακατωμένα. Ποιος μπορούσε να τα ξεχωρίσει... Και προς τι;