«Η Ζωζώ αφέθηκε μουδιασμένη σ' έναν καταιγισμό χαδιών και ερωτόλογων. Σύντομα όμως, και σε άγνοια του Aρη, φυγάδευσε τη σκέψη της από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και πήγε πάλι να πει το παράπονο της στη θάλασσα, να περιμένει μπας και κάποιο περαστικό καράβι την πάρει μαζί του.»
«Ακουγε την ανάσα του, έβλεπε την ηδονή στο πρόσωπο του, ένιωθε τα κύματα του κορμιού του να σκάνε πάνω της, κι αυτή, γλάρος, ξεχασμένος να παρασύρεται στα σκαμπανεβάσματα του αέρα. Ντράπηκε που τον άφηνε μόνο του. Σ' ένα παιχνίδι για δύο, αλλά της ήταν αδύνατο να συμμετέχει. Αδύνατο της ήταν και να αποχωρήσει».