Τίποτα δεν είναι τυχαίο και τίποτα δεν μπορεί να υπερβεί το τυχαίο. Στο κείμενο τούτου του πονήματος δεν χρειάστηκε να πω απλά "Μίλησε, μνήμη", όπως ο λατρεμένος Ναμπόκοφ. Όταν πήρα απόφαση να μπω στη διαδικασία αυτή και κατάλαβα πως αδυνατούσα να ξεφύγω απ' τον ιλαρό πειρασμό της αυτοβιογραφίας, παράλλαξα τη "ναμποκοφική" προστακτική σε "Μίλησε, μνήμη, γι' αυτά που δεν ξαναμίλησες".
Και το έκανα, όσο μ' έπαιρνε, εντός των ορίων μιας "σειράς" με αντικείμενο τα υλικά ή και την τεχνική του μαγειρέματος ενός βιβλίου...
Τι σόι υλικά; Άνθρωποι, ακούσματα, εποχές, θάνατοι, αισθήματα, η παρήχηση του γέλιου, η ακινητοποιημένη παιδική ηλικία πάντα σε απέραντη πατρίδα ανεξερεύνητη... και η εύλογη απορία πως συγγένεψα με τον κομψότατο υπότιτλο "συγγραφεύς" τον οποίο περιφέρω μέχρις εξαντλήσεως και ακυρώσεώς του στις διαδρομές μου... (Γιάννης Ξανθούλης).
Με βιτριολικό κέφι ο Γιάννης Ξανθούλης ανακεφαλαιώνει τα πεπραγμένα μιας παιδικής ηλικίας που δεν λέει να τελειώσει. Καρναβαλικός όσο ποτέ, ο Θρακιώτης πεζογράφος σκίζει το παραπέτασμα που χωρίζει το βίωμα από την αναπαράστασή του, κι όποιον πάρει ο Χάρος -χωρίς υπερβολή: καθώς πρόκειται για το πιο πένθιμο (ιλαρό) βιβλίο του