Το (. . .) βιβλίο του Πάτρικ Ζίσκιντ είναι μια ιστορία από την παιδική ηλικία, όχι όμως μια ιστορία για παιδιά. Μιλάει για έναν αινιγματικό πεζοπόρο. Διηγείται την ιστορία του κυρίου Ζόμερ. «Την εποχή που σκαρφάλωνα ακόμα στα δέντρα, ζούσε στο χωριό μας. . . ούτε δυο χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας, ένας άντρας με τ' όνομα «κύριος Ζόμερ». Κανείς δεν ήξερε ποιο ήταν το μικρό όνομα του κυρίου Ζόμερ. Κανείς δεν ήξερε αν ο κύριος Ζόμερ δούλευε, αν είχε δουλέψει ποτέ του, αν είχε κάποιο επάγγελμα. Το μόνο σίγουρο ήταν πως η κυρία Ζόμερ δούλευε και η δουλειά της ήταν να φτιάχνει κούκλες. Παρόλο που για τους Ζόμερ, και ιδιαίτερα για τον κύριο Ζόμερ, δεν ξέραμε τίποτα απολύτως, δε θα ήμουν υπερβολικός αν έλεγα ότι τα χρόνια εκείνα ο κύριος Ζόμερ ήταν ο πιο γνωστός άνθρωπος της περιοχής. (. . .) Από τα χαράματα μέχρι τη νύχτα ο κύριος Ζόμερ τριγύριζε στα μέρη μας με τα πόδια. Δεν περνούσε ούτε μια μέρα που να μην κάνει τις συνηθισμένες πορείες του. Ακόμα κι όταν χιόνιζε, έριχνε χαλάζι, έβρεχε με το τουλούμι, ο ήλιος ζεμάταγε, ερχόταν καταιγίδα, ο κύριος Ζόμερ έβγαινε να περπατήσει. Συχνά έφευγε από το σπίτι του πριν χαράξει, όπως έλεγαν οι ψαράδες που στις τέσσερις το πρωί ξανοίγονταν στη λίμνη για να μαζέψουν τα δίχτυα τους, και συχνά γύριζε αργά τη νύχτα, όταν το φεγγάρι βρισκόταν ήδη ψηλά στον ουρανό. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)