Ο Νίκος Θεοτοκάς και ο Κώστας Σωτηρίου δεν είναι άγνωστοι στο αναγνωστικό κοινό. Πρωτοεμφανίστηκαν το 1996 με το μυθιστόρημά τους «Οι αχινοί» (Καστανιώτης) και δεν πέρασαν απαρατήρητοι. Οι συγγραφείς ανήκουν στη γενιά των σημερινών σαραντάρηδων. Φέρουν την ιστορία που έχουν ζήσει: δικτατορία, αγώνες, ελπίδες, απογοήτευση. Κεντρικό ερώτημα για τον καθένα της γενιάς αυτής ήταν, μετά το 1974, τη μεταπολίτευση και τα γνωστά αδιέξοδα της πολύμορφης Αριστεράς, το κλασικό: «Και τώρα τι κάνουμε;». Μερικοί διάλεξαν τα γκαζάκια. Αλλοι συνεχίζουν σε ομάδες και κόμματα, με ή χωρίς αυτοματισμούς, με και κυρίως χωρίς ενθουσιασμούς. Αλλοι επέλεξαν από καιρό την «άγρια Δύση», την ένταξη στη δεδομένη κοινωνία, που, κυνικοί και ρεαλιστές, χωρίς ιδεολογικούς και ηθικούς φραγμούς, φροντίζουν να καταστήσουν όσο το δυνατό πιο αποκρουστική για το σύνολο και ευχάριστη γι αυτούς. Λίγοι, αντίθετα, αρνήθηκαν κάθε προσαρμογή, κάθε προσωπικό συμβιβασμό. Όχι ότι πιστεύουν σε κάποιο μυθικό «χαρούμενο αύριο». Αλλά διότι τους είναι αδύνατο να αποδεχτούν το απαράδεκτο κοινωνικό σήμερα. Ποιος δεν έχει γνωρίσει νέους ανθρώπους με αυτούς τους προβληματισμούς, αυτή τη βαθύτατη δυσκολία να ζήσουν;
Οι ήρωες του «Νάμπυκα» (λέβητας που χρησιμοποιείται για απόσταξη οινοπνεύματος) ανήκουν σε αυτή τη γενιά. Ο κυριότερος είναι ο Σωτήρης Νικολάου: η δουλειά του είναι η διδασκαλία της πληροφορικής, έχει γυναίκα και παιδί, δεν θέλει πια να δίνει μαθήματα (αναγκάζεται όμως να αποδεχθεί μερικά γιατί αλλιώς δεν γίνεται), δεν φαίνεται να θέλει τα όσα θα του επέτρεπαν να μη χάσει τη γυναίκα του και μαζί της το παιδί του, μένει μόνος, αυτοπεριορίζεται στο αλκοόλ, ένα δύο μαθήματα και τον εβγατζή που τον προμηθεύει και που έχοντας τα δικά του άγχη, αισθάνεται γι αυτόν μια φιλία. Τελικά, αυτοαπομονώνεται σε σημείο που χάνει την επαφή με τον γύρω του κόσμο: τον βρίσκουν σε αφασία (αλλά ζώντα) στην πολυθρόνα του, τον μεταφέρουν σε κλινική, ο γιατρός θέλει πληροφόρηση, έτσι μαθαίνουμε τα του βίου του, τους λόγους της απελπισίας του. Ή μήπως της ευθυκρισίας του;