(...) Ο πολιτικός στοχασμός του Γιώργου Θεοτοκά σκοπεύει στον πυρήνα του ελληνικού προβλήματος. Μοχθεί πνευματικά για να εντοπίσει, ν' αναλύσει και να περιγράψει, τελικά να μας παρουσιάσει αυτό το πρόβλημα. Και το συλλαμβάνει ακριβώς κατά τη μεταβατική εκείνη καμπή, που προσδιορίζεται από τη καταστροφή του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Είναι το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, όπως είχε βαφτιστεί άστοχα ο εκατόχρονος αγώνας για την εθνική απελευθέρωση του μείζονος Ελληνισμού από την τουρκική κυριαρχία. Συμπίπτει με τις πρώτες συνειδητές συλλήψεις του κοινωνικού προβλήματος και τις πρώτες προσπάθειες να πάρουν τα κοινωνικά αιτήματα πολιτική έκφραση. Ο Θεοτοκάς συλλαμβάνει αυτή την καμπή. Διαβλέπει ακόμα, πως το πολιτικό μας πρόβλημα αποκτά μια διαφορετική διεθνή διάσταση, που υπαγορεύει τη διερεύνηση της θέσης μας μέσα στις ποικίλες γεωπολιτικές περιοχές με τις οποίες συνδέεται η Χώρα μας (...) Η πολιτική σκέψη του Γιώργου Θεοτοκά κινείται ανάμεσα σε δυο πεδία έρευνας: ο Τόπος και η Ιστορία του είναι το ένα. Όχι η επιφάνεια της Ιστορίας, αλλά το βάθος της το κοινωνικό της υπόστρωμα και το πνευματικό της εποικοδόμημα. Γιατί ξέρει, και προσπαθεί να μάθει και στους άλλους, πως σ' αυτά τα δύο ανευρίσκομε: α) την πηγή των δυνάμεων που παλεύουν και γράφουν τις ένδοξες σελίδες που διδάσκονται και β) την τροφή που τους δίνει φυσιογνωμία, έμπνευση και ψυχική δύναμη. Το άλλο πεδίο της έρευνάς του είναι η Ευρώπη. Διαβλέπει έγκαιρα, ενώ ακόμα συνεχίζονταν ο Πόλεμος με τη χιτλερική Γερμανία (Δεκ. 1944), πως θα διαμορφωθεί μια Ευρώπη που θα ξεπεράσει οριστικά τις παλιές διενέξεις της. Κάτω από τη λογοτεχνική διατύπωση: "Για την καινούργια, την καλύτερη Ευρώπη, που πασχίζει να γεννηθεί από τους γάμους τούτους του ουρανού και της κόλασης...", διαφαίνεται ο οραματισμός που βγαίνει μέσ' από την εκτίμηση της πραγματικότητας. Καλύτερη ή όχι, η σημερινή Ευρώπη είναι πραγματικά μια άλλη Ευρώπη. Και σημασία έχει το κύριο πρόβλημα που απασχολούσε τον Θεοτοκά: ποια Ελλάδα θα έχομε απέναντι ή μέσα σ' αυτή την Ευρώπη. Και βιάζεται από τότε (1945), πριν οριστικοποιηθεί η Ειρήνη, να ρίξει πνευματική και πολιτική γέφυρα με τον ένα απ' τους κατακτητές μας, την Ιταλία. Δεκατρία χρόνια ύστερα, μπροστά στην πραγματικότητα της Ε.Ο.Κ., τοποθετείται ξεκάθαρα απέναντι στο πρόβλημα. Υπογραμμίζει τη σημασία της καθυστέρησης που οφείλεται σε ιστορικούς λόγους (Τουρκοκρατία). Εμφανίζεται βέβαια κάπως υπερβολικά αισιόδοξος ως προς τις θετικές συνέπειες των ευρωπαϊκών επενδύσεων στην Ελλάδα, αλλά υπογραμμίζει παράλληλα τη σημασία μιας αλληλεγγύης, που εκείνος την προέβλεψε και εμείς εζήσαμε την επιβεβαίωσή της: της αλληλεγγύης για την κατοχύρωση της πολιτικής και πνευματικής ελευθερίας. (...) (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ)