Το καλοκαίρι του 1643, ένας νεαρός απ' το Πιεμόντε ναυαγεί στις θάλασσες του Νότου και καταφεύγει σ' ένα έρημο πλοίο. Μπροστά του βρίσκεται ένα νησί, μα του είναι απρόσιτο. Γύρω του, ένας χώρος, φαινομενικά φιλόξενος, γεμάτος θαυμαστά πράγματα μα και ανεξήγητες παγίδες. Μοναχός του, μες στην άγνωστη θάλασσα, ο Ρομπέρτο νε λα Γκριβ βλέπει, για πρώτη φορά στη ζωή του, ουρανούς, αστέρια, νερά, πουλιά, φυτά και κοράλλια που δεν ξέρει πώς να τα κατονομάσει.
Γράφει ερωτικές επιστολές δια μέσου των οποίων μαντεύουμε σιγά σιγά την ιστορία του: μια αργή και τραυματική μύηση στον κόσμο του 17ου αιώνα, στον κόσμο της νέας επιστήμης, του λόγου του κράτους, του Τριακονταετούς Πολέμου: σ' ένα κόσμο όπου η γη δεν είναι πια το κέντρο του Σύμπαντος.
Ο Ρομπέρτο βιώνει «σε μπαρόκ» τη μοναχική του ιστορία, που παίζεται ολόκληρη στο επίπεδο των αναμνήσεων (ανικανοποίητα πάθη, μονομαχίες, πολιορκίες, κατασκοπευτικές δολοπλοκίες υπό τη σκιά δύο Καρδιναλίων) και στην προσδοκία να προσεγγίσει ένα νησί που -όπως θα δούμε- δεν είναι μακρινό μόνο στο χώρο, αλλά και στο χρόνο.