Στη Γερμανία (Χάμπουργκ, Αλτόνα, Μπάρενφελντ), τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια ξεχώριζε τις τόγκες με τα καπνά ο Γρηγόρης ο Άλτας. Μέσα σε κείνα τα τεράστια σκουριασμένα καπνομάγαζα (μυρωδιά σήψης, μυρωδιά ιδρώτα, μυρωδιά απελπισίας), στεκότανε με τη γαλάζια μπλούζα του (για βολ χερ ντιρέκτορ), κοίταζε τα φυλλαράκια από τα Καϊλάρια, τα μαξούλια, τα ρεφούζια, μυρωδάτος καπνός μακεδονίτικος (Όστ Μακεντόνισες Ταμπάκε), τα 'βαζε σε κατηγορίες και τα 'στελνε στο εργοστάσιο να κοπούνε και να γίνουνε τσιγαράκια (κείνα τα περίφημα Έρ 6, τ' άλλα τα Μασέντον, ένα σωρό μάρκες), να πουληθούνε ένα μάρκο και είκοσι πφένιχ το κουτί (πλημμύρα ο τόπος από τσιγάρα της Ρέεμτσμα), να καπνίσει ο κόσμος και να τον επαινέσουνε οι ανώτεροι (σερ σον, βούντερμπαρ χερ Γκρηγκόρης), καλή δουλειά, καλά λεφτά, καλή ζωή, φτηνά βούρστ, εύκολα και γελαστά τα κορίτσια, όμορφες οι Κυριακές (μ' έναν περίπατο κοντά στη θάλασσα του Τζίλ αν Ζέε), μπύρα με σναπς, το μολυβί νερό που δεν έχει καμιά σχέση με το χαρούμενο Αιγαίο, καμινάδες από φάμπρικες, καπουλάτες Γερμανίδες που μοιάζουνε πολύ με παλιές αξιοπρεπείς πολυθρόνες, πηδηχτά βαλσάκια με θριαμβευτικές κλαπαδόρες, παρελάσεις της Ναζιστικής νεολαίας (Χάιλ Χίτλερ), δεσποινίδες που σου χαμογελάνε με μια ξανθή υπόσχεση, που μιλάνε κείνα τα βαριά βόρεια γερμανικά (μπίσχεν βασρ χαμπ ι νετ), χοντροί με καδένες στα γελέκα και με παράξενα ιδανικά (μια φιλενάδα, μια δουλειά, ένα σκούρο κοστούμι), πόλισμαν με κάσκες που τους φοβάται ο κόσμος και μυστικοί της Γκεστάπο που τους φοβούνται οι πόλισμαν με τις κάσκες, περήφανοι Τεύτονες που ορκίζονται να κατακτήσουν τον κόσμο όλο (ζήτω και του Ράιχσμάρσαλ Γκαίριγκ), φιλλύρες, πάρκα με μηλιές, κρασί του Μοζέλα (τρία μάρκα και είκοσι το μπουκάλι), όπερες Βαγκνετικές, βαριές σαν πιπερωμένα τουρσιά, σάουτ κράουτ, σημαίες στα εορταστικά παράθυρα, αυτοκίνητα Μπενζ, υποκλίσεις (ένα σωρό πολιτισμένα θέματα. Χάιλ!!). [...] (Από το κεφάλαιο ΕΞΗΝΤΑ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ)