Χώνεψ η γη τα νερά του κατακλυσμού κι ο Ιορδάνης σκέπασε κατρακυλώντας τις πεδιάδες με παχύ καφετί βούρκο. Και λοιπόν το καλοκαίρι ανθίσανε οι αγριοφασουλιές και οι μπιγκόνιες, θέριεψε το χόρτο, τρώγανε μπόλικο και κάνανε ξίγκι τα ζωντανά, μέσα στις πήλινες βεδούρες ρίχνανε την πητιά και μοσκοβόλαγε το ανθοτύρι, χορεύανε τα νιογέννητα μωρά της προβατίνας, φιλοσοφούσανε οι μουσάτοι τράγοι στ απόσκια, ο Γιεχωβάς από ψηλά γλένταγε τα πλάσματά του, όλα μυρίζανε καλοκαίρι, πλούτο και φρεσκάδες,