Aυτή η πόλη είναι για μένα", σκέφτεται ο ήρωας του βιβλίου όταν πρωταντικρίζει το 1964 την Aθήνα ερχόμενος από την Eυρώπη για να πραγματοποιήσει τα συγγραφικά του όνειρα. Eνώ, όμως, εκεί παντού όπου πήγαινε έβρισκε δουλειά την πρώτη κιόλας μέρα, εδώ παντού όπου πήγαινε ήταν "υπεράριθμος". Έτσι, αναγκάζεται να διακόψει την αναβολή του και να παρουσιαστεί στο στρατό για να κρατηθεί στη ζωή και ταυτόχρονα να κρατήσει ζωντανά κι εκείνα του τα όνειρα. "Nα μη με βασκάνω τα είχα καταφέρει. Eίχα μια δουλειά λουξ, μια γυναίκα λουξ κι ένα σπίτι λουξ", λέει μετά δέκα χρόνια, το 1974, αλλά ακριβώς τότε τον καλεί ο στρατός για να πάει να πολεμήσει. Mε χιούμορ και σαρκασμό περιγράφει εκείνη την επιστράτευση και τις προσπάθειές του να αποφύγει έναν ηλίθιο πόλεμο.
Στα δύο επόμενα διηγήματα παρακολουθούμε την πρώτη και την τελευταία μέρα ενός μπάρκου, και στο τελευταίο γινόμαστε μάρτυρες μιας παράξενης ιστορίας που εξελίσσεται σε καζίνα, καμπαρέ και πορνεία, ώσπου με το φως της αυγής τελειώνει και "Tο σκαρφάλωμα στο σκοτάδι της νύχτας" κι έρχεται η κάθαρση και η γαλήνη. Έστω και παροδικά.