"Άμα τον πόνο σου τον μοιράζεσαι μ' άλλους" -λένε- "λιγοστεύει". Μπορεί. Την πείνα σου όμως μ' όσους και να τη μοιραστείς, δε θα χορτάσεις. Τα πάρκα ήταν γιομάτα νηστικούς. [...] Μα τι έτρεξε και γέμισ' ο κόσμος νηστικούς; Η κρίσις, λένε.
"Ένεκα η κρίσις, κύριε..."
Μα τι ήταν η "κρίσις"; Αρρώστια; Κι αν ήταν έτσι, γιατί δεν κολλούσαν όλοι;
Ο ήρωας εγκαταλείπει την Αθήνα, στην οποία ζει μέρες απόγνωσης και ανέχειας, και ταξιδεύει στην Αιδηψό, με την ελπίδα να βρει εκεί καλύτερη τύχη. Στη λουτρόπολη με την έντονη τουριστική ανάπτυξη, θα αντιμετωπίσει αρχικά την απελπισία της ανεργίας. Έπειτα θα εργαστεί ως σερβιτόρος, αν και η δουλειά δε θα τον απαλλάξει από τη φτώχεια, αλλά ούτε και από τη σκληρότητα των ανθρώπων. Θα κατορθώσει ωστόσο να επιβίωσει και να γράψει την "ιστορία μιας ψυχής"....