Ήσυχο αεράκι αποσπερνό σηκώθηκε απ' τη θάλασσα και δρόσισε τη φρυμένη γης. Ένας γλάρος πέταξε μια στιγμή, ζύγιασε τα φτερά και στάθηκε ανάερα κ' έπειτα, μονομιάς, χύμηξε στη θάλασσα, σπάθισε με τη δεξιά φτερούγα το πρόσωπο του νερού κι αναπεταρίζοντας δυο και τρεις βολές κάθισε, με τα πόδια σμιχτά, στο κύμα.
Κι άξαφνα δυο δελφίνια, μακριά, τινάχτηκαν κ' έλαμψε στο σούρουπο το γυαλιστερό, θροφανό κορμί τους κ' ευτύς χάθηκαν σε μακροβούτι και ξανάφαναν πέρα, αρμενίζοντας το ένα δίπλα στο άλλο, με σηκωμένη την ορά. [...] (Από την έκδοση)