(...) Σπάνια, και στα καλά τα χρόνια ακόμα, ακούγουνταν στο χωριό ετούτο γέλιο· ενάντια στη φύση τους φάνταζε, ξετσιπωσιά μεγάλη· οι γέροι στρέφουνταν, μάζευαν τα φρύδια, και το γέλιο κόβουνταν. Κι όταν έφταναν οι τρανές γιορτάδες, τα Χριστούγεννα, οι Απόκριες, η Λαμπρή, κι έτρωγαν οι κακόμοιροι οι άνθρωποι λίγο πιο πολύ, έπιναν λίγο πιο πολύ, και σήκωναν τον άχαρο λαιμό να τραγουδήσουν, το μοιρολόι ήταν εκείνο, μονόκορδο, σπαραχτικό, που το 'παιρνε το ένα στόμα και το περνούσε στο άλλο και το τερέριζε θρηνητικά και δεν είχε τελειωμό! Τι παμπάλαιες τρομάρες και σφαγές και σκλαβιές και πείνα αιώνια! (...)