Το βιβλίο είναι το τρίτο, τόσο στη σειρά της συγγραφής (Λωξάντρα 1963, Διακοπές στον Καύκασο 1965, Σαν τα τρελά πουλιά 1978, Στου κύκλου τα γυρίσματα 1979, Η αυλή μας 1981) όσο και στη σειρά μέσα στον ιστορικό χρόνο. Αντιστοιχεί στην περίοδο του μεσοπολέμου, δηλαδή των δεκαετιών 1920 και '30.
Μαζί με την Άννα βρισκόμαστε στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια του 1920 "μια πολιτεία χωρισμένη στα δυο: σε παράδεισο και σε κόλαση", η συγγραφέας λιτά αλλά παραστατικά περιγράφει την αθλιότητα στα αράπικα, τις γειτονιές των ντόπιων. Επίσης, είναι άφθονα τα στοιχεία για την ελληνική παροικία και για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Σεργιανούμε και 'μεις στη λεωφόρο Ράμλι μαζί με τον Καβάφη. Η ζωή και η εκλεπτυσμένη ζωή των λευκών τους διαφοροποιεί από τους αραπάδες. Ακόμα και το Κομμουνιστικό κόμμα Αιγύπτου συνυφαίνεται όχι με τους ντόπιους και τις φτωχικές γειτονιές της Αλεξάνδρειας, αλλά με τους λευκούς και στεγάζεται απέναντι από τον Όμιλο Κοινωνικών Μελετών. Το μυαλό μου πήγε αρκετές φορές στην "Αριάγνη" του Τσίρκα, καθώς διάβαζα αυτές τις σελίδες. Εκεί μαθαίνουμε και την είδηση για τη μικρασιατική καταστροφή.
Ακολούθως θα μεταφερθούμε στην Αθήνα ακολουθώντας την Άννα. Η προσφυγιά και οι προσπάθειες της, η αποκατάσταση στη νέα πατρίδα, οι συνήθειες και τα φαγητά τους, όπως το άγνωστο μέχρι τότε προσφυγικό σουβλάκι. Η συγγραφέας είναι κοντά στον απλό κόσμο και καταγράφει την καθημερινότητά τους. "- Άδικα κύριε Ισαακίδη, φύτεψες λεμονιές σε κείνη την πλευρά του οικοπέδου σου. Δεν προκόψανε... - Πώς αυτό, κύριε Συμεωνίδη. Γιατί να μην προκόψουν αφού οι δικές σου πρόκοψαν".
Αλλά, συναντάμε και γνωστά ονόματα της αριστεράς. Ο Κορδάτος, ο Βάρναλης, ο Γληνός και άλλοι. Ακόμη, ο Ελευθερουδάκης, ο Δελμούζος, η Ιμβριώτη βρίσκονται στις σελίδες του βιβλίου. Ζωντανεύει έτσι η ιστορική καθημερινότητα ως την έκρηξη του Β' παγκόσμιου πόλεμου. 23 χρόνια αφότου τέλειωσε ο πρώτος και η Άννα αναλογίζεται: "Τα χρόνια στέκουνται. Εμείς περνούμε".