Παραδίνουμε σήμερα στα χέρια των Ελλήνων μεταφρασμένη την Ιλιάδα του Ομήρου, το πιο παλιό ελληνικό ποιητικό κείμενο, γραμμένο εδώ και εικοσιοχτώ αιώνες, και όμως πάντα αγέραστο σε ομορφιά και σε δύναμη. Όταν στα 1942, μέσα στις σκοτεινές μέρες της κατοχής, παίρναμε την απόφαση να συνεργαστούμε για το έργο αυτό, δε φανταζόμαστε πως θα έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια επίμονης κοινής προσπάθειας ως τη στιγμή που θα το θεωρούσαμε άξιο να δει το φως. Μα η επίγνωση της ευθύνης ήταν μεγάλη, μεγάλη και η χαρά της μεταφραστικής δημιουργίας, και έτσι μέσα στα δεκατέσσερα αυτά χρόνια οι μεταφραστές δεν ένιωσαν ούτε για μια στιγμή να τους λιγοστεύει ο πόθος να δουλέψουν και να ξαναδουλέψουν τους αθάνατους στίχους. Πάλευαν και στου Ομήρου την τέχνη να βαθύνουν περισσότερο και τις εκφραστικές δυνατότητες της νεοελληνικής γλώσσας να γνωρίσουν και να χρησιμοποιήσουν καλύτερα, όση πείρα κι αν είχαν από τη μεταφραστική τους προσπάθεια σε άλλα κείμενα. Η μετάφραση είναι πάντα μια συνθηκολόγηση υποκειμενικές και αντικειμενικές δυσκολίες σε εμποδίζουν να καλύψεις με τη μετάφρασή σου απόλυτα το πρωτότυπο. Μα όταν συνθηκολογείς ύστερα από τόσον αγώνα, να μην προδώσεις ένα έργο που πολύ αγάπησες, έχεις το δικαίωμα, νομίζουμε, να μην ντρέπεσαι για το αποτέλεσμα του αγώνα σου.[. . .] Δύο λόγια ακόμα ο αναγνώστης ξέρει τώρα πόσα χρόνια και πόσους κόπους χρειάστηκε για να πάρει, προσωρινά, τελική μορφή η μετάφραση τούτη, μπορεί λοιπόν να φανταστεί πόσες γραφές απαιτήθηκε να γίνουν, πόσες φορές ο κάθε στίχος να χυθεί και να ξαναχυθεί. Εκείνο ωστόσο που ευχόμαστε είναι από το μόχθο αυτό, καθώς θα διαβάζει τη μετάφραση, να μην καταλάβει τίποτα μοναχά αν νιώσει τους στίχους να κυλούν άνετα και αβίαστα, σαν να πρωτοχύθηκαν από τον ποιητή τον ίδιο κάτω από την ένθεη πνοή της Μούσας, μοναχά τότε θα πει, θα πούμε κι εμείς μαζί του, πως η μετάφραση έχει πετύχει.