Πριν πολλά χρόνια, οι χοροί μεταμφιεσμένων ασκούσαν πάνω μου ποιητική γοητεία. Όταν με πήγαιναν στα bal d' enfants του παγωμένου Φεβρουαρίου όπως τα έλεγαν παλιά στα Χανιά, όταν χανόμουν σε ταινίες, μουσικές, ή νουβέλες για τις παράδοξες τούτες γιορτές, κατακυριευόμουν απ' τη σαγήνη μιας ιλιγγιώδους δυνατότητας: Η δυνατότητα να γίνεις, για λίγο άλλος, είναι μια ελευθερία απόλυτη! Οι χοροί μεταμφιεσμένων, ρωγμή άλλου τόπου, ονειρικού, αμφίβολου όσο και πιθανού, πρόσφεραν την ευχέρεια να βιώσεις, δίχως ενοχές, δίχως ντροπή ότι ψεύδεσαι, εκείνο που προτιμάς να ήσουν. Να φορέσεις το προσωπείο που σου εξιδανικεύει το πρόσωπο. Σήμερα έχασαν την αίγλη τους και όταν σπανίως μασκαρεύονται οι άνθρωποι, αυτό δεν έχει καθόλου απ' την παλιά έξαψη. Ντύνονται, μηχανικά σχεδόν, γιατί είναι έθιμο, για να διασκεδάσουν κάπως αλλιώς, γιατί το απαιτεί μια κοσμική πρόσκληση. Ο ποιητικός βυθός της μεταμφίεσης έχει στερέψει.
Λέω πως τούτη η αλλαγή δεν είναι ασύνδετη από τον τρόπο που πια λειτουργούμε. Η σύγχυση ταυτότητας και η επισημοποιημένη υποκρισία των ρόλων, η μειωμένη προσωπικότητα, ο χλιαρός χαρακτήρας που καλλιεργείται από άμυνα ως τύπος, η απουσία κέντρου ζωής, και η θεμιτή, η σχεδόν επιβεβλημένη διπλοπροσωπία για να κυκλοφορείς κοινωνικά, για να αντέχεις τον εαυτό σου, έχουν κάνει τη μεταμφίεση μια καθημερινή κοπιαστική και αγχώδη ρουτίνα. Προς τι λοιπόν να ονειρεύεσαι μια πρόσκληση σε τέτοιους χορούς;
Το να σε ελκύει να μεταμφιεστείς και να το σχεδιάζεις με λαχτάρα, προϋποθέτει ότι γνωρίζεις ποιος είσαι. Για να γίνεις συνειδητά άλλος, πρέπει να γνωρίζεις συνειδητά ποιος όντως είσαι. Πώς αλλιώς θα ξεχωρίσεις το "άλλος";