"Τα πολύ παλιά τα χρόνια, στο ξεκίνημα των καιρών και στο μακρινότερο σημείο της γης ήταν μια πόρτα. Μια κλειδωμένη πόρτα. Aπό όλες τις μεριές του κόσμου ταξίδευαν άντρες και γυναίκες με κλειδιά στο χέρι για να ανοίξουνε την πόρτα. Μα η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτα."
Όποιος πίστεψε ότι οι νεκροί του πρώτου βιβλίου είχαν πεθάνει διαψεύσθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όταν γύρισαν όλοι οι "άσωτοι". Καταβεβλημένοι εν ζωή από τα στοιχεία της φύσης, από πάθη και έρωτες που δεν τους σήκωνε η πάνω μεριά της γης, τίναξαν από τον γιακά τους τα χώματα και επέστρεψαν θριαμβικά, για να δειπνήσουν όπως άλλοτε με τους ζωντανούς -μια νύχτα κόσμος ολόκληρος και το ανθρώπινο δράμα εν οίστρω-, μέχρι να έρθει η σεβαστή εκείνη ώρα, το πρώτο χάραμα, να ημερέψουν και να κρυφτούν ξανά ως ώφειλαν στα σκότη. Και όλα τούτα υπό το άγρυπνο βαθύσκιωτο βλέμμα της Λεύκας, που αργότερα θα επιλέξει ως αληθινό της ψευδώνυμο το παράξενο όνομα Ραμάνθις Eρέβους. H μικρή ελαφίνα θα μεταμορφώνεται λίγο-λίγο σε γυναίκα, πάντα αινιγματική, ταγμένη στα δοξαστικά ξοδέματα της πένας της και προορισμένη να μιλάει στις ψυχές όπως μιλούν τα φύλλα όταν τ' αγγίζει ο αέρας, περιφρουρώντας και μαζί απεικονίζοντας ανείπωτα μυστικά.