Αργότερα θα καταλάβαινα ότι η Μεγάλη Άμμος δεν ήταν μόνο το ομώνυμο μικρό νησί του Αιγαίου, όπου πήγαμε τις τελευταίες μας Απόκριες με την Αμαλία. Ούτε απλώς η Ελλάδα, αυτή η ατέλειωτη αλυσίδα από αμμουδιές, όπως φαντάστηκα κάποια στιγμή. Ήταν κι η άμμος-σκόνη από τα αρχαία μάρμαρα, και η κινούμενη άμμος μιας τόσο μακρόχρονης ιστορικής συνέχειας -η ίδια η ιδέα της πατρίδας που κοντεύει πια να γίνει σκόνη. Όχι, η Μεγάλη Άμμος ήταν και είναι τελικά πολλά και τίποτα, τίποτα και την ίδια στιγμή όλα μαζί.
Είναι πρώτα απ όλα ο έρωτας, πάντα ο έρωτας, που τόσο δεσπόζει σ αυτό το γραπτό, με τα πολυάριθμα προσωπεία του, το ένα κρυμμένο στο εσωτερικό του άλλου, σαν τις μπάμπουσκες. Ο έρωτας ανάμεσα σ εμένα και στην Αμαλία, σ εκείνη και στον Διαμαντή, σ αυτόν και στη Δώρα ή ανάμεσα στον Γαβρήλο και στη Ρίτα, τη γυναίκα του δικαστή.[...]