Το όνομά της Αλτάνα, που θα πει κήπος, περιβόλι, παράδεισος. Τα μάτια της φλογερά παραζαλίζουν με την ομορφιά τους όχι έναν αλλά πολλούς. Ανάμεσά της δύο αδέλφια - ίδιο αίμα μα τόσο διαφορετικά πλάσματα. Από μικρά τσακώνονταν για ένα παιχνίδι. Τώρα το κορμί της γίνεται παιχνίδι. Αυτό που άλλοτε μοσχοβολούσε τιμιότητα και στοργή αρχίζει να ακολουθεί τους ρυθμούς μιας ποθοφλογισμένης καρδιάς. Μάταια θα στραφεί στο γάμο. Η συζυγική ευτυχία της είναι λειψή, εύκολα κλονίζεται. Η σκέψη τού ενός παραλύει μέσα της την ύπαρξη του άλλου, του άνδρα της που την υπεραγαπά και τη ρωτά: "Γιατί μας το έκανες αυτό το κακό, Αλτάνα;"