«Την Φλώρια...» μου είχε πει ο πατέρας μου, «ήταν βασιλοκόρη η Φλώρια, κόρη του βασιλιά των γύφτων και όμορφη πολύ, την ζήλεψε μια μέρα ο ποταμός και την πήρε. Άνοιξαν τα νερά του και την κατάπιαν και από τότε ζει και βασιλεύει στα υδάτινα βάθη του. Όλα τα νερά είναι δικά της, γι' αυτό την λένε η Φλώρια των νερών. Όταν έχεις ανάγκη, όταν επιθυμείς κάτι πολύ και μοιάζει ακατόρθωτο, να πας εκεί, στην άκρη του νερού. Βάλε τα χέρια σου μέσα και κάμε την ευχή σου. Πέταξε ύστερα στα βαθιά το δώρο σου -δεν λογαριάζει αν είναι δώρο πλούσιο ή αν είναι ταπεινό- και η ευχή σου θα εκπληρωθεί». «Όλες τις εκπληρώνει τις ευχές;» τον ρώτησα. «Όχι», μου απάντησε. «Γιατί;» απόρησα. «Γιατί;» «Δεν ξέρω», μου είπε και αναστέναξε. «Λέγω μόνον πως θα υπάρχουν νόμοι ακόμη και για τα πνεύματα, αυτά τα πανίσχυρα πνεύματα που μας κυβερνούν, όπως υπάρχουν και για μας τους ανθρώπους, νόμοι αξεπέραστοι. Έτσι μονάχα εξηγούνται τα ανεξήγητα».
Η ιστορία διαδραματίζεται κάπου στην Ήπειρο, στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το αίτημα όμως του ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με την μοίρα του -αυτό το ίδιο αίτημα που μας βασανίζει και σήμερα- παραμένει αναλλοίωτο, και είναι ίδια τα ερωτήματα που μένουν τελικώς χωρίς απάντηση.