Ναι! Το καλοκαίρι είχε πια τελειώσει! Το έβλεπες παντού: στα πρώτα κυκλάμινα στις πλαγιές των βουνών, στα χρυσάνθεμα στις αυλές των σπιτιών, στο παγωμένο αεράκι της νύχτας. Το φθινόπωρο είχε έρθει και τας πουλιά έπρεπε σιγά σιγά να ξεκινήσουν το γνωστό, μεγάλο ταξίδι τους για τις χώρες του νότου. Έτσι κι έγινε λοιπόν. Έφυγαν όλα τα πουλιά. Όλα εκτός από μερικά, λίγα, που είτε τραυματισμένα, είτε αφηρημένα έχασαν αυτό το μεγάλο ταξίδι των πουλιών προς το νότο.
Τα ξεχασμένα πουλιά, μικρά το δέμας όλα τους μα και πολύχρωμα, μαζεύτηκαν να το συζητήσουν το θέμα. Τι θα έκαναν όταν θα ερχόταν το κρύο και το χιόνι; Είδαν μια πλαγιά. Παρακάλεσαν μια ακακία να τα αφήσει να κουρνιάσουν στα κλαριά της. Μάταια! Η ακακία αποδείχθηκε άσπλαχνη και όχι τόσο…ακακία.
Κι ύστερα παρακάλεσαν ένα πλατάνι. Κι αργότερα μια καστανιά. Είχαν κι αυτά τα δέντρα μια καλή δικαιολογία για να αποφύγουν τα “ενοχλητικά” πουλιά.
Όμως να…! Στην κορυφή ενός βουνού, κάποιος τους συμπόνεσε. Ήταν ένα έλατο, ένα έλατο που τα δέχτηκε με χαρά να κουρνιάσουν στα φύλλα και τα κλαριά του.
Κι όταν ήρθε ο χειμώνας, με το χιόνι και την παγωνιά του, με τα εκατοντάδες πεσμένα φύλλα των φυλλοβόλων δέντρων που κοιτούσαν τώρα το γυμνό κορμό τους, τα χρωματιστά πουλιά, τα υπέροχα αυτά πουλιά είχαν βρει ένα θαυμάσιο καταφύγιο να ξεχειμωνιάσουν αλλά και να επιβραβεύσουν με έναν ξεχωριστό τρόπο το φιλόξενο, καταδεκτικό και διαφορετικό έλατο που τα κράτησε όλο το χειμώνα κοντά του.