Τα θολά τζάμια είναι φτιαγμένα από θραύσματα ζωής που αποσπάστηκαν, λεπτομέρειες χαμηλές, μισοφωτισμένες, απ αυτές που τις προσέχουμε αφηρημένοι: σαν τα ακούσια λάθη της γλώσσας, που ομολογούν μιαν αλήθεια κρηφή και επώδυνη. Πού βρίσκεται όμως κρυμμένη η αλήθεια; Ασφαλώς όχι στο «θέμα» αλλά στο μικρό θαυματουργό «αντικείμενο» κάθε διηγήματος: φαινομενικά ασήμαντο και πάντως ασύνδετο, τυχαίο (ένα ρούχο, ένας τάφος, μια σιλουέτα, ένα μπαστούνι, μια τετριμμένη σκέψη) -αλλά τώρα κοιταγμένο αλλοιώς, σαν να θαμπώνει, σαν να αγγίξουμε, σαν να δανείζεται μιαν έξαφνη ομορφιά από κει όπου το κάθε τι ίσως έχει νόημα τελικό και διαυγές. Στα διηγήματα αυτά όλοι οι ήρωες θέλουν ν ακουμπήσουν ή δεν θέλουν να τους αφαιρεθεί το αποκούμπι τους -ακόμη κι αν είναι πρόσκαιρο, παραπλανητικό, απρόσιτο σαν άνθος του γιαλού... Τα θολά τζάμια κρύβουν προπάντων ένα βλέμμα νοσταλγικό: η ενότητα του βιβλίου οφείλεται σ αυτό βλέμμα- και μολονότι κερδίζεται κατακόρυφα (κάθε φορά απ την αρχή και εις ύψος, σαν καπνός που αναθρώσκει), δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την ενότητα ενός μυθιστορήματος· αντιθέτως.