Κάτι παράξενα πράματα, χωρίς καθόλου νόημα, εντελώς ασήμαντα, πες τα κουτά· κι όμως, να, δεν ξέρω πως και γιατί, για μένα έχουν κάποια (όχι κάποια), έχουν μεγάλη, μοναδική σημασία - ίσως απ' το γεγονός ότι όντας ασήμαντα (και παράξενα) δε με υποχρεώνουν να ψάχνω να βρω έννοιες, ιδέες, σκοπούς, εξηγήσεις, δικαιολογίες, στρεψοδικίες, καθήκοντα, περιορισμούς, απαγορεύσεις. Απλώς τα χαζεύω. Και με αναπαύουν. Σα να κοιμάμαι, κι αυτά γίνονται από μόνα τους, χωρίς τη δική κου επέμβαση, κι όταν ακόμη με αφορούν, και μπερδεύονται στα πόδια μου σκοινιά, κασόνια, πέτρες, νερά, ένας δόκανος, ένα παλιό κλουβί παπαγάλου, ένα άσπρο σκληρό προγονικό κολάρο με λεκέδες σκουριάς, ένα κομμένο πόδι κότας, που κουνάει αστεία τα δάχτυλά του· τότε στην εξοχή, μεσημέρι, στον μεγάλο αμπελώνα, (τι φως, και τζιτζίκια, ήταν και μια πέρδικα κι ένα μικρό ποτάμι πνιγμένο στις λυγαριές και στα βάτα), τότε λοιπόν το κομμένο πόδι της κότας, τραβούσαμε απ' το πάνω μέρος, μεσ' απ' το σκληρό πετσί, τραβούσαμε τα νεύρα (ή τους τένοντες, - δεν ξέρω πως τα λένε) και σάλευαν πολύ. [...]