Έχει όμορφες πέτρες εδώ πέρα, δουλεμένες απ' τη θάλασσα, λείες, στιλπνές, ρόδινες, γκρίζες, γαλαζωπές, υπόλευκες με ωχρές αποχρώσεις, κι άλλες μαύρες με λεπτές περίπλοκες άσπρες γραμμώσεις σα να 'χει πάνω τους αποτυπωθεί το δίχτυ μιας αράχνης - καθεμιά τους και μια ιστορία, ένα παραμύθι με πολλές συνέχειες· τις κρατώ στα χέρια μου, τις διαβάζω, τις αποκρυπτογραφώ, τις ακούω, γιατί έχουν και φωνή οι πέτρες, τις περιεργάζομαι με θαυμαστική απορία που δε γίνεται αδιάλλακτη ερώτηση, γιατί με το πέρασμα του χρόνου λιγοστεύουν οι ερωτήσεις, γίνεται μια γλυκιά αποδοχή, μια βαθιά ηρεμία, όχι δικαιολογητική, όχι κουρασμένη, πολλά πράγματα και νοήματα τ' αφήνεις στην αρχική τους θέση, στη σιωπή, δίχως εκείνη την νεανική αδημονία της εξόρυξης, της κατάκτησης και προσωπικής χρησιμοποίησης σε λόγια, χειρονομίες, εκφράσεις, κι οι καλαμποκιές στο διπλανό χωράφι έχουν μακριά σπαθωτά φύλλα και τυλίγουν προσεχτικά τα βρέφη τους, ενώ τα ηλιοτρόπια, ολόκληρη σειρά στον αγρό της κυράς Ιουδήθ, είναι κυκλικά κι ούτε και τα ίδια ξέρουν γιατί, και στρέφουν τα χρυσά κεφάλια τους διαρκώς προς τον ήλιο, ώσπου βραδιάζει και βγαίνουν τ' αστέρια, τρέμουν, σπιθίζουν, πολλαπλασιάζονται, κι εσύ δεν τα μετράς πια, δεν ρωτάς πόσα, πότε, από πού κι ως πότε, επειδή έχεις (ίσως) εισχωρήσει μες στο "αίθριο πάντα", κι ούτε καν ονομάζεις τα γνωστά σου με τα ωραία ονόματά τους, ούτε προσπαθείς να δώσεις ονόματα στα άλλα τα ανώνυμα, αυτά που άλλοτε, στα παιδικά σου χρόνια, στη Μονοβάσια ή στις Βελιές, είχαν ανάψει μέσα σου χιλιάδες φωτιές και στίχους κι όνειρα και φιλοδοξίες να βρεις το "αθάνατο νερό" για τη μητέρα και για σένα, για τη Λούλα, τη Νίνα, το Μίμη, τη θεία Όλγα, τη θεία Ευγενία και το σκυλί μας τον Αζόρ που κυνηγούσε την ουρά του με χορευτικούς κύκλους, κάνοντας τάχα, το άτιμο, πως δεν ξέρει ότι η ουρά του είναι δική του, και τα βράδια κοιμόταν στην ταράτσα πλάι στο στρώμα μου. [...]