Το παραμύθι είναι η πεζή λογοτεχνική αφήγηση του λαού, το διήγημά του ή η νουβέλα του. Μοναδικός στόχος του είναι η ευχαρίστηση των ακροατών.
Όλα μες στο παραμύθι είναι θαμπά και αόριστα· και ο τόπος και ο χρόνος και τα πρόσωπα. Ο παραπάνω κανόνας σπάνια παραβαίνεται κι εκείνο, συνήθως, στα παραμύθια όπου βρίσκονται ενσωματωμένες εντόπιες παραδόσεις, γιατί ταιριάζανε με το θέμα ή την εξέλιξη του παραμυθιού. Αλλά και τότε η προσαρμογή -τοπική ιδίως- είναι ολότελα εξωτερική και το παραμύθι στην ουσία του εξακολουθεί να παραμένει θαμπό και αόριστο.
Το παραμύθι αρχίζει και τελειώνει με φράσεις στερεότυπες, πολλές φορές έμμετρες κι ευτράπελες, που νομίζουν όμως με έμφαση την αοριστία του και την πλαστότητά του, και ιδίως το τελευταίο αυτό. Θαρρείς και υπήρχε ανάγκη και υποχρέωση από τη μεριά του αφηγητή να γίνει η υπόμνηση για να συνέλθει και να αποκολληθεί το ακροατήριο απ' τον μαγικό κόσμο στον οποίο είχε μεταφερθεί και μπλέξει. Μερικές απ' τις φράσεις αυτές θα αναφέρουμε παρακάτω.
Το παραμύθι ξεκινάει απ' την ηρεμία ή μάλλον από μια παγιωμένη κατάσταση ανάγκης και καταλήγει πάλι στην ηρεμία, στην πλήρωση της ανάγκης, αφού όμως ενδιάμεσα έχει κυριαρχηθεί από υπεράνθρωπη δράση και κίνηση για να κατανικηθούν τα εμπόδια. [...]
(Γιώργος Ιωάννου, από το εισαγωγικό σημείωμα)