Όταν ο κούκος πρωτοήρθε στο δάσος με το ρολόι του, όλα τα ζώα μαζεύτηκαν γύρω του γεμάτα περιέργεια. Τι δουλεία κάνεις; τον ρώτησαν. Λεω την ώρα, απάντησε ο Κούκος περήφανα. Ο Κούκος στρώθηκε αμέσως στη δουλεία και έχτισε ένα όμορφο σπιτάκι καταμεσής στο δάσος. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, άγρια χαράματα και βαθιά μεσάνυχτα ο Κούκος φώναζε την ώρα. Ακριβώς και τέταρτο και μισή και παρά τέταρτο. Δεν έχασε ούτε λεπτό. Ώσπου μια μέρα ο κούκος ξέχασε να φωνάξει την ώρα. Μα τι συνέβη; Ανησύχησαν τα ζώα του δάσους.